- κατατοξεῦσαι
- κατατοξεύωstrike down with arrowsaor inf actκατατοξεύωstrike down with arrowsaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοτομήνη — και σκοτόμαινα και σκοτόμηνα, ἡ, Α ασέληνη, σκοτεινή νύχτα («ἡτοίμασαν βέλη... τοῡ κατατοξεῡσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῑς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτομηνία, κατ επίδραση τού μήνη «σελήνη», ενώ ο τ. σκοτόμαινα κατά τα θηλ. αινα (πρβλ. θεράπ … Dictionary of Greek